- πεισιανάκτειος
- -ον, Α [πεισιάναξ]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Πεισιάνακτα («Πεισιανάκτειος στοά» — αρχαίο όνομα τής Ποικίλης στοάς που υπήρχε στην αρχαία Αθήνα).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Πεισιανάκτειος — of Peisianax masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πεισιανακτείῳ — Πεισιανάκτειος of Peisianax masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Stoa Poikile — The Stoa Poikile (Ancient Greek: ή ποικίλη στοά) or Painted Porch, originally called the Porch of Peisianax (Ancient Greek: ή Πεισιανάκτειος στοά), was erected during the 5th century BC and was located on the north side of the Ancient Agora of… … Wikipedia
Stoa Pecile — Mapa con los principales edificios del ágora. La Stoa Pecile es el número 20. La Stoa Pecile (en griego antiguo ἡ ποικίλη στοά) o Pórtico pintado, originariamente llamada «Pórtico de Pisianacte» (en griego ἡ Πεισιανάκτειος στοά), era un monumento … Wikipedia Español
ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… … Dictionary of Greek